φαλμπαλάς

φαλμπαλάς
ο, Ν
βλ. φαρμπαλάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φραμπαλάς — και φαρμπαλάς και φαλμπαλάς και φερμπαλάς, ο, Ν 1. πλατιά πτυχωτή παρυφή γυναικείου φορέματος στο κάτω άκρο του, φαρδύς ποδόγυρος 2. μτφ. μεγαλόσωμη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φραμπαλάς < φαρμπαλάς, με μετάθεση του ρ < φαλμπαλάς, με ανομοιωτική …   Dictionary of Greek

  • falbala — FALBALÁ, falbalale, s.f. (înv.) Fâşie mai lată (de stofă, dantelă etc.) care împodobea de jur împrejur partea de jos a unei rochii. – Din fr. falbala. Trimis de cornel, 05.05.2004. Sursa: DEX 98  FALBALÁ s. v. volan. Trimis de siveco, 13.09.2007 …   Dicționar Român

  • φραμπαλάς — φραμπαλάς, ο και φαλμπαλάς, ο και φαρμπαλάς, ο πληθ. άδες (λ. ιταλ.), πλατιά πτυχωτή ταινία στο κάτω μέρος γυναικείου φορέματος ή στα άκρα μανικιού, μαξιλαριού, σεντονιού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”